ἀδιερεύνητος

ἀδιερεύνητος
ἀδιερεύνητος
inscrutable
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • αδιερεύνητος — η, ο (Α ἀδιερεύνητος, ον) [διερευνῶ] αυτός που δεν διερευνήθηκε ή δεν μπορεί να διερευνηθεί, να εξεταστεί, αδιευκρίνητος, ανεξερεύνητος, άγνωστος αρχ. (για πρόσωπα) ανεξέταστος …   Dictionary of Greek

  • αδιερεύνητος — η, ο αυτός που δε διερευνήθηκε ή δεν μπορεί να διερευνηθεί: Για την επιστήμη το θέμα αυτό είναι ακόμη αδιερεύνητο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀδιερεύνητον — ἀδιερεύνητος inscrutable masc/fem acc sg ἀδιερεύνητος inscrutable neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδιερευνήτοις — ἀδιερεύνητος inscrutable masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδιερεύνητα — ἀδιερεύνητος inscrutable neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αδιεξέταστος — ἀδιεξέταστος, ον (Α) [διεξετάζω] 1. αυτός που δεν επιδέχεται εξέταση ή διερεύνηση 2. που δεν εξετάστηκε, ο αδιερεύνητος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”